- αυτοστεγάζομαι
- строиться, строить себе (жилище)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοστεγάζομαι — στεγάζομαι με δικά μου μέσα ή με κρατική ενίσχυση, αλλά δική μου φροντίδα … Dictionary of Greek